«Το τραίνον εκινήθη, αντηχούσης πανταχού της μουσικής», γράφει το 1894 ο Δημήτρης Βαρδουνιώτης, περιγράφοντας εκδρομή Αργείων και Ναυπλιέων στην Αρχαία Ολυμπία. «Οι εις τον σταθμόν κατελθόντες συμπολίται και φίλοι» συνεχίζει ο Αργείος λόγιος, «κατευώδουν ημάς, ως αδελφοί αδελφούς. Ημείς δεν αποχαιρετίζομεν αυτούς, ανακινούντες τα μανδήλια. Αι ευχαί και συγκίνησις όλων διεσταυρούντο χαρμοσύνως. Διήλθομεν τον χείμαρον Χάραδρον δια της πελωρίας του κρεμαστής γεφύρας, είτα τον Ίναχον. Εθεωρούμεν δε ένθεν και ένθεν το μέγα και ωραίον Αργολικόν πεδίον…»
Και αφού περιγράψει τη διαδρομή
μέχρι το Χιλιομόδι συνεχίζει: «Ύστερον
όμως ανέμενεν ημάς σοβαρόν απρόοπτον. Εις το μέσον περίπου Χιλιομοδίου και
Αθικίων το τραίνον ανέπτυξεν τεράστιαν ταχύτητα 60 περίπου χιλιομέτρων την
ώραν. Δεν έτρεχε. Ιπτατο μάλλον. Τα βαγόνια εκλυδωνίζοντο, ως πλοίον εν
θυελλώδει πελάγει. Φοβερός τριγμός συνώδευε την αστραπιαίαν ταχύτητα, μόλις
διεκρίνοντο τα έξωθι αντικείμενα και ελαχίστου εδέησε να εκτροχιασθώμεν και
να θανατωθώμεν όλοι. Είχεν βλαβεί η ατμομηχανή και ο μηχανικός δεν ηδύνατο να
την σταματήσει, καίπερ επιμόνως αποπειραθείς. Η κατάσταση αυτή διήρκεσε 10
λεπτά της ώρας και μόλις μετά υπερανθρώπους και απεγνωσμένας προσπαθείας,
κατορθώθη να σταματήσει το τραίνον εις Εξαμίλιον».